- ὀργυίης
- ὄργυιαthe length of the outstretched armsfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀργυιῆς — ὄργυια the length of the outstretched arms fem gen sg (epic ionic) ὄργυια the length of the outstretched arms fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους … Dictionary of Greek